exasperarse - ορισμός. Τι είναι το exasperarse
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι exasperarse - ορισμός


exasperar      
verbo trans. desus.
1) Irritar, lastimar una parte del cuerpo, ya dolorida o delicada.
2) fig. Irritar, dar motivo de enojo grande a uno. Se utiliza también como pronominal.
exasperar      
exasperar (del lat. "exasperare") tr. Poner a alguien muy enfadado e inquieto, haciéndole perder la paciencia o el aguante: "Me exaspera su calma". prnl. Ponerse alguien muy enfadado o inquieto.
. Catálogo
Aborrecer, aburrir, achicharrar, *alterar, hacer perder la calma, sacar de sus casillas, cocerse, ser la condenación, condenar, tener consumido, consumir, corromper, crispar, derretir, descomponer, poner descompuesto, desesperar, poner en el disparadero, encocorar, endemoniar, *enfadar, *enfurecer, entregar, hacer perder los estribos, excitar, freír, poner frenético, tener frito, ser la gota que colma el vaso, hartar, impacientar, *irritar, poner negro, poner nervioso, corromper las oraciones, hacer perder la paciencia, poder, no poder más, pudrir, sacar de quicio, sacar de sí, encender [o pudrir] la sangre, soliviantar, sublevar, sulfurar. ¡Pero alma mía...!, ¡por los clavos de Cristo!, ¡pero...!
Τι είναι exasperarse - ορισμός